Βράδυ με το πολύ κρύο στο κλειστό του Ρουφ βρήκαν καταφύγιο 25 από τους 25.000 που υπάρχουν στην Αθήνα
Της Μαριλης Μαργωμενου
Στο γήπεδο του Ρουφ, μια παράξενη κατάσταση. Είκοσι αγόρια έχουν προπόνηση στο παρκέ, πετούν την μπάλα ψηλά, κάποιος φωνάζει «μπροστά», κάποιος σουτάρει, κάποιος πετάει μια πετσέτα στο πάτωμα. Εντεκα το βράδυ, στη σάλα μυρίζει ιδρώτας. Στην εξέδρα, άνθρωποι με γκρίζα ρούχα. Κάποιοι είναι εκεί μία ώρα, άλλοι δύο. Είναι ζήτημα αν έστω κι ένας βλέπει τα αγόρια που παίζουν μπάσκετ. Αυτοί οι άνθρωποι περιμένουν να πάει 11.30, να αδειάσει το κλειστό. Είναι η επόμενη βάρδια. Οι αθλητές του ΑΟΚ θα φύγουν, οι άστεγοι θα απλώσουν τις κουβέρτες τους στο παρκέ. Υστερα τα φώτα θα κλείσουν κι η νύχτα θα τα κάνει όλα να μοιάζουν λογικά. Τις μέρες της παγωνιάς, όποιος δεν έχει σπίτι μπορεί να μείνει στο κλειστό του Ρουφ. Απόψε ήρθαν 24 άνδρες και μια γυναίκα. «Οχι ρε! Οχι να πουλάτε φύλλα στην πλάτη των αστέγων!». Ενας κοντός άνδρας μου φωνάζει όσο μπορεί. «Δημοσιογράφοι, ε; Τι ήρθατε εδώ πέρα;». «Ελα ρε Μάρκο...» Ο Βασίλης από δίπλα, ο πιο παλιός στο Ιδρυμα Αστέγων, πάει να τον ηρεμήσει.
Ο Γιάννης ο φωτογράφος δεν βγάζει καν τη μηχανή. Ομως, ένας άλλος άνδρας απ' τις φωνές του Μάρκου έχει ήδη αρπάξει. «Θα βγάλω μαχαίρι άμα δω να τραβάς φωτογραφία», λέει. «Μα το Θεό θα σε μαχαιρώσω». Κανείς δεν μιλάει. Ο άνδρας παίρνει τη μερίδα του κι ένα κουτί γάλα και φεύγει προς τα πέρα.
Ο Μάρκος σαν να μετανιώνει. Πλησιάζει. «Βρε παιδιά, δεν εννοούσα εσάς προσωπικά», λέει. «Αλλά πού να τα πω κι εγώ;». Πενήντα χρόνων, πρώτα άνεργος, μετά άστεγος. Κούριερ, μεταφορέας, ντιλίβερι και τέλος. Τώρα, στο κλειστό του Ρουφ περιμένει να περάσει η παγωνιά. «Και μετά;». Ο Μάρκος με κοιτάζει πίσω απ' τα χοντρά γυαλιά του. Τώρα δεν έχει τίποτα να πει.
Δεν είναι πια αυτό που περιμένεις οι άστεγοι κι αυτό δεν μπορεί να μη σ' ενοχλεί. «Εχω πτυχίο ιπτάμενου μηχανικού», λέει ο Μιχάλης. Δεν μπορώ να μη σκεφτώ πόσους φίλους έχω που του μοιάζουν: γύρω στα 40, μιλάει γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, έχει μια γυναίκα κι ένα γιο. Θα μπορούσε να ήταν στο διπλανό μου γραφείο στη δουλειά. Αλλά δεν είναι. «Δουλεύω από μεταφραστής, ως χαμάλης, όπου μου πεις», λέει. «Ξέρω και να οδηγώ, ξέρω και να κουβαλάω. Κι έχω ζητήσει σε 530 δουλειές να με πάρουν μέχρι τώρα. Και με έχουν απορρίψει 530 φορές».
Οι άλλοι απλώνουν τις κουβέρτες ολόγυρα, στις γραμμές του γηπέδου. Ο Μιχάλης απλώνει κι αυτός. Τουλάχιστον εδώ μπορείς να κοιμηθείς χωρίς να φοβάσαι ποιο πλάσμα της πόλης θα σου επιτεθεί. «Ημουν στο Σύνταγμα», λέει ο Μάρκος, «και ήρθε ένας αστυνομικός και με κλώτσησε. «Τι κάνεις, ρε πρεζόνι, στο παγκάκι; Υπνωτήριο το πέρασες; ''. Με πέταξε κάτω, το πιστεύεις; Εγώ δεν έχω πάρει ναρκωτικά ούτε μια φορά στη ζωή μου».
Είκοσι πέντε άστεγοι εδώ, 25.000 άστεγοι στην Αθήνα. «Κι αν δεν ερχόσουν στο Ρουφ;» Ο Μάρκος δεν δυσκολεύεται. «Θα ήμουν στο 040», λέει. «Σύνταγμα - Πειραιάς και πάλι πίσω. Για να μένω ζεστός, πηγαίνω με το λεωφορείο πάνω - κάτω. Εκεί ήμουν όταν άλλαξε ο χρόνος. Εκεί έκανα και τα Χριστούγεννα». Το τσιγάρο τελειώνει, οι δύο πλάτες χάνονται στο σκοτάδι του κλειστού.
Περπατώντας προς το αυτοκίνητο, τα πόδια μου απ' το κρύο δεν τα νιώθω. Ο Μάρκος και ο Μιχάλης θα πρέπει να έχουν ξαπλώσει ήδη στο παρκέ. Δεν έχει θέρμανση το κλειστό. Εμένα το καλοριφέρ του αυτοκινήτου θα με ζεστάνει.
Και γι' απόψε, η πόρτα του σπιτιού μου θα κλείσει τον κόσμο τους έξω. Αλλά ποιος μπορεί να πει για πόσο ακόμα;
__________________
Στο Θησείο τον ξέρουν όλοι. Είναι γιατί στέκεται τόσο καιρό στο ίδιο σημείο. Είναι και γιατί θέλει να μιλάει με τους ανθρώπους, να μην τους αφήνει να κάνουν πως δεν τον βλέπουν.
Μόνο ο Γιάννης και ο Πέτρος, οι δύο γιατροί του δήμου δεν τον ξέρουν. Είναι η πρώτη φορά που τους έφερε σ’ αυτή τη γειτονιά η βόλτα για τους άστεγους. «Μηδέν βαθμοί».
Στο κινητό του Γιάννη γράφει θερμοκρασία. Λίγο πριν από τις 11 το βράδυ, μες στο απόλυτο σκοτάδι οι δύο γιατροί περπατούν στο Θησείο, ψάχνοντας τους ανθρώπους που απόψε θα ζήσουν στους μηδέν βαθμούς. Δέκα μέρες τώρα που κρατάει η παγωνιά, κάθε βράδυ μαζί με τον Λευτέρη τον οδηγό μπαίνουν στο φορτηγάκι του δήμου και γυρνούν την Αθήνα, να δώσουν σ’ όποιον χρειάζεται φαγητό και κουβέρτες.
«Εχω τον τρόπο μου εγώ». Ο κύριος Δημήτρης αρνείται ευγενικά να πάρει κουβέρτες, μαξιλάρια, ό, τι για τους άλλους ανθρώπους που ζουν απόψε στον δρόμο είναι πολύτιμο. Εχει μια φουφού μπροστά του – έτσι τη λέει, δηλαδή.
Είναι ένας τενεκές γεμάτος κάρβουνα. Στον πάτο του καίει το τελευταίο ξύλο. «Θα περάσει κι αυτή η νύχτα». Στον Πέτρο, τον γιατρό, αυτό δεν αρκεί. «Τι άλλο χρειάζεστε; Τι να σας φέρουμε;». Παρέα θέλει μόνο.
Πέντε λεπτά κουβέντα. Εργοδηγός στην Αίγυπτο. Το καράβι για την Ελλάδα. Η γυναίκα του η Μαρία. Η μοναξιά μετά. Με το χέρι ο κύριος Δημήτρης χαϊδεύει το στήθος του εκεί που είναι η τομή του βηματοδότη, με το άλλο χέρι πιάνει το μπουκάλι που περνάει τις νύχτες μαζί του. Αυτό είναι όλο. «Εχω τον τρόπο μου εγώ. Καληνύχτα σας».
Τον ξεχνάς ένα στενό μετά – η δουλειά σε κάνει. Ο Πέτρος και ο Γιάννης, δυο δρόμους πιο κάτω, ήδη προσπαθούν να πείσουν κάποιον άλλον να πάρει βοήθεια. «Δεν φεύγω, θα χάσω τη θέση μου». Στο κλειστό γυμναστήριο του Ρουφ απόψε έχει ζέστη και φαγητό, αλλά κανείς δεν θέλει να πάει. «Τριάντα χρόνια στην Ελλάδα, δέκα χρόνια στην Αθήνα, τριάντα δύο σπασίματα στο σώμα μου». Ο άνδρας αυτός το μόνο που έχει είναι μια γωνιά στην πόλη κι αυτήν δεν θ’ αφήσει κανένα να του την πάρει. Στο καροτσάκι του, στην κούρμπα μιας βιτρίνας, έχει για χαλί μια κόκκινη κουβέρτα και για κουβέρτα ένα παιδικό μπουφάν.
«Δεν μπορείς να σώσεις όποιον δεν θέλει να σωθεί». Ο Πέτρος σηκώνει τους ώμους. Θα ’ναι είκοσι πέντε, τριάντα χρόνων. Γιατρός, παθολόγος. Κάθε βράδυ βγαίνει να βοηθήσει τους άστεγους. «Στα Εξάρχεια χθες μου λέει ένας: “Τι είσαι εσύ και με ψάχνεις; Ασφαλίτης;”. Ενας άλλος μου είπε “τώρα με θυμήθηκε το κράτος; Τόσον καιρό πού ήσασταν;”». Κάποιες νύχτες φοβάσαι αν είσαι μόνος σου στη βάρδια, κάποιες φορές κουράζεσαι που θες να βοηθήσεις και ο άλλος δεν θέλει να βοηθηθεί. Κάθε βράδυ στον δρόμο, είναι χίλιες ιστορίες, απ’ αυτές που τις ξεχνάς ένα στενό μετά. Αυτοί που τις ζουν θα είναι κι αύριο εκεί να στις θυμίσουν.
______________
Του Δημητρη Ρηγοπουλου
Δεν είναι μακρινές οι εποχές που ταξιδεύαμε στο εξωτερικό και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, είχαμε τουλάχιστον δύο καλές κουβέντες για τον τόπο μας. Η πρώτη ήταν σχεδόν τυποποιημένη και αφορούσε τον καταπληκτικό μας τον καιρό. Τη δεύτερη την έλεγαν οι πιο παρατηρητικοί και έπαιζε ρόλο η πόλη την οποία είχες μόλις επισκεφθεί.
Αν ήσουν στο Λονδίνο, για παράδειγμα, το θέαμα δεκάδων αστέγων να κοιμούνται στον δρόμο με θερμοκρασίες κοντά στο μηδέν ήταν αδιανόητο για έναν Ελληνα της δεκαετίας του ’70 ή του ’80. Μπορεί η οικονομία μας να μην ήταν ισχυρή, μπορεί να μην είχαμε Harrods, αλλά τουλάχιστον δεν πέφταμε πάνω σε απελπισμένους ανθρώπους που τους περίμενε μία ακόμα παγωμένη νύχτα κουλουριασμένους μέσα σε υπνόσακους.
Το φαινόμενο των αστέγων είναι πρόσφατο για την Αθήνα. Μπορεί «πάντα» να υπήρχαν άστεγοι, αλλά αφ’ ενός ο αριθμός τους ήταν τόσο περιορισμένος που καθιστούσε το ζήτημα σχεδόν «περιθωριακό», αφ’ ετέρου δεν υπήρχε η εμπειρία μιας πρωτόγνωρης οικονομικής ύφεσης.
Δεν χρειάζεται να είσαι κοινωνική υπηρεσία για να ανακοινώσεις εφιαλτικούς αριθμούς, αλλά το πρόβλημα δείχνει να έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις.
Ούτε οι άνθρωποι στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων μπορούν να δώσουν συγκεκριμένους αριθμούς. Η «Ανοιχτή Πόλη» (η δημοτική παράταξη που πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ) αναφέρθηκε σε νούμερα κάνοντας λόγο την περασμένη εβδομάδα για τουλάχιστον 1.250 ανθρώπους που κοιμούνταν έξω στους δρόμους αυτές τις ημέρες. Και τι μέρες!
Το παρατεταμένο ψύχος σήμανε συναγερμό για τις κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου που έτρεχαν να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες. Ειδικό όχημα του Κέντρου οργώνει τους δρόμους της πρωτεύουσας σε αναζήτηση αστέγων. «Τους μοιράζουμε υπνόσακους και κουβέρτες», μας λέει ο πρόεδρος του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης του δήμου Γιώργος Αποστολόπουλος «και τους ενημερώνουμε για τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν στεγασμένο χώρο αυτές τις δύσκολες νύχτες».
Με την έναρξη της κακοκαιρίας, ο δήμος διέθεσε το κλειστό γήπεδο μπάσκετ στο Ρουφ προκειμένου να ανακουφισθούν οι άστεγοι της Αθήνας. Μη φανταστείτε κάποιο πρόχειρο κατάλυμα με κρεβάτια, οι άνθρωποι κοιμούνται πάλι σε υπνόσακους, αλλά δεν είναι εκτεθειμένοι στο ψύχος.
Αρχικά η ανταπόκριση ήταν χλιαρή (μόλις 7-8 άτομα κοιμήθηκαν στο γήπεδο), αλλά αργότερα παρατηρήθηκε αύξηση.
Η επαφή μαζί τους δεν είναι πάντα εύκολη. Πολλοί αρνούνται να συνεργαστούν είτε από καχυποψία απέναντι σε κρατικές δομές είτε γιατί ντρέπονται... Ο κ. Αποστολόπουλος απευθύνει έκκληση τους πολίτες που εντοπίζουν άστεγους στον δρόμο να επικοινωνούν με το τηλέφωνο 210-52.46.515 - 6, ώστε –κυρίως τις ημέρες με δριμύ ψύχος– να τους παραλαμβάνουν υπάλληλοι του δήμου και να τους μεταφέρουν σε ζεστό μέρος.
Στον ίδιο αριθμό γίνονται δεκτές προσφορές σε τρόφιμα και ρουχισμό. Ρωτάω μια υπάλληλο του Κέντρου αν υπάρχει ενδιαφέρον από τους πολίτες. «Τεράστιο. Τα τηλέφωνα δεν σταματούν». Αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή του ρεπορτάζ.
Και τα πράγματα μπορεί να δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο. Οι δύο δημοτικοί ξενώνες για αστέγους, συνολικής δυναμικότητας 165 ανθρώπων, δεν θα επαρκούν ποτέ.
Για τις 2.500 μερίδες φαγητού που διανέμονται καθημερινά από την έδρα του Κέντρου (Σοφοκλέους 70 και Πειραιώς 35) θα σχηματίζονται πάντα ουρές ή τουλάχιστον όσο διαρκεί η κρίση. Τώρα είναι η ώρα της κοινωνίας να δείξει τα αντανακλαστικά της. Οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές. από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου