Η Ελένη ήταν δικηγόρος κι εγώ εκείνη την εποχή χρειαζόμουν δωρεάν νομικές συμβουλές. Τη γνώρισα ένα βράδυ στο Μοναστήρι, ένα κρητικό εστιατόριο πλάι στο Χίλτον, όπου είχα πάει ν' ακούσω τον Ψαραντώνη να τραγουδάει ριζίτικα. Η Ελένη ξεχώριζε αμέσως μες στο πλήθος. Ηταν ψηλή με έντονο βλέμμα και τιτάνια κορμοστασιά, ένας θηλυκός Τάλως που κάποτε προστάτευε τη Μεγαλόνησο πριν πέσει χτυπημένος από τα ξόρκια της Μήδειας.
Οταν μου είπε ότι είναι Καρκίνος, κοίταξα γύρω μου να βρω ξύλο να χτυπήσω, καθώς πάντοτε στο άκουσμα αυτής της λέξης με καταλαμβάνει φόβος νοσηρός. Γνώριζα ωστόσο ότι οι Καρκίνοι είναι πλάσματα ευαίσθητα, θερμά και αισθησιακά, πως τους αρέσει η καλοπέραση και τα ταξίδια, πως είναι, μ' άλλα λόγια, ιδανικά θύματα για συναισθηματική εκμετάλλευση.
Εγινα αμέσως τρυφερός και παθιάρης. «Πανέμορφη πριγκίπισσα, πέρασα μια ολόκληρη ζωή για να σε ψάχνω», είπα ψευδίζοντας απ' την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Εκείνη γέλασε ηχηρά. «Αχ, συγγραφέα μου, σ' όλες τα ίδια λες», με αποπήρε στοργικά. Εγώ διαμαρτυρήθηκα έντονα: «Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει φτερουγίσει έτσι η καρδιά μου. Μόλις σε είδα, κατάλαβα πως είσαι η γυναίκα της ζωής μου».
Την ίδια στιγμή προσπαθούσα να της αποθέσω ένα φιλί στα χείλη. Χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, ομολογουμένως. Με απέφευγε με κινήσεις σαν του κάβουρα. «Γιατί βιάζεσαι τόσο;» με ρώτησε καλόπιστα (είπαμε: ήταν αγαθή ψυχή), ενώ ταυτόχρονα με απωθούσε με τα χέρια. Υστερα, σαν να με κοίταξε καλύτερα. «Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι δεν σου μένουν πολλά χρόνια», είπε για να σχολιάσει την ηλικία μου. Είχε λοιπόν και μαύρο χιούμορ. Αυτό άναψε περισσότερο το πάθος μου. (Βοηθούσε και η κρητική λύρα, που είχε πάρει φωτιά.) «Πάμε στο σπίτι μου», πρότεινα αχνά, έτοιμος να γονατίσω μπροστά της μ' ένα μονόπετρο στα χέρια. «Πού μένεις;» ρώτησε για να κερδίσει λίγο χρόνο. «Χμ...» δίστασα. (Γιατί πώς να το πεις αυτό σε μια κουκλάρα δικηγόρο;) «Στον Νέο Κόσμο», ομολόγησα τελικά. «Μέσα στα βουλκανιζατέρ και στις τσιμούχες». Μου χάιδεψε το κρανίο συμπονετικά. «Φτωχό μου, παιδί», είπε. «Φτωχό μου, λαϊκό παιδί», πρόσθεσε. (Ημουν πια σίγουρος ότι η φίλη μου ήταν φοροφυγάς.) «Θα σου έλεγα να έρθεις στο δικό μου σπίτι, στο Κολωνάκι. Απόψε μάλιστα, που λείπει ο άντρας μου. Ομως ποτέ μέχρι τώρα δεν τον έχω προδώσει και δεν πρόκειται να το κάνω ούτε αυτή τη φορά. Συγχώρεσέ με». Μικρός ξαφνικός θάνατος. «Βάλε το βέλος πίσω στη φαρέτρα σου, Αρτεμη σεληνιακή», είπα χολερικά μόλις συνήλθα. «Αρκετά με πλήγωσες απόψε». Οφειλα πάντως να το ξέρω από πριν: οι Καρκίνοι αποστρέφονται την απιστία. Κι εγώ κυνηγάω χίμαιρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου