Το 1990 η ΔΟΕ έκανε στην Ελλάδα ένα δώρο: της αρνήθηκε τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1996. Εκείνη αγνόησε το νεύμα της θεάς τύχης και ποντάρισε ξανά τα ρέστα της στην ολυμπιακή ρουλέτα.
Η μπίλια γύρναγε επτά χρόνια: το Σεπτέμβριο του 1997 ο Σάμαραγκ ανακοίνωνε το όνομα της Αθήνας, τον Αύγουστο του 2004 με ένα «Ευκαριστούμε Ελλάντα» ο Ζ. Ρογκ έκλεινε την αυλαία.
Περιέργως, όταν αναζητούμε τις ρίζες της σημερινής μας κατάστασης αφήνουμε ανέγγιχτη την ολυμπιακή επταετία. Συνεχίζουμε δηλαδή να συντηρούμε τη θηριωδώς κατασκευασμένη αυταπάτη του ολυμπιακού ονείρου, που απαιτούσε να βυθιστούμε στο υπεσχημένο ειδυλλιακό αύριο.
Η «Μεγάλη Ιδέα» επέβαλε δημοσιογραφικό και πολιτικό σιγαστήρα στις αντίθετες φωνές. Δεν ξεχνώ τη μοναξιά όσων αντιδρούσαν στην περιστολή δικαιωμάτων για χάρη της ασφάλειας ή στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των φαραωνικών έργων. Η μιντιακή και πολιτική συναίνεση σήμανε πρωτοφανή ανοχή σε παρακάμψεις της νομιμότητας, απευθείας αναθέσεις, υπερτιμολογήσεις έργων (έως 1700%!).
Μερικοί αντιλέγουν ρωτώντας: Μα δεν έγιναν καλοί αγώνες; Ο Μιχ. Παπαγιαννάκης με ευθυκρισία απαντούσε: «Στον οποιονδήποτε με στοιχειώδεις ικανότητες έδινες εν λευκώ χρήση χρημάτων θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματα. Αν οι πόροι σου είναι ατέλειωτοι, τότε τι να λέμε. (…) ένα προβληματάκι τάδε, μια καθυστέρηση τάδε, έλεγαν κυβέρνηση και διοργανωτές ‘πάρτε 50 εκατ. ευρώ, πάρτε 10 εκατ. ευρώ και λύστε το’. Με συγχωρείτε, αλλά φιστίκια είναι τα ευρώ;»
Το αποτέλεσμα; Αθλητικές εγκαταστάσεις ρήμαξαν. Ολυμπιακά ακίνητα έγιναν αντικείμενο αδιαφανών συναλλαγών. Δημόσια γη άλλαξε χέρια και χρήση σε μια νύχτα. Εκατομμύρια χόρεψαν γύρω από το ανενεργό C4I των υποκλοπών και των καμερών ασφαλείας. Τα σπουδαιότερα σκάνδαλα των τελευταίων ετών σχετίζονται με τους Ολυμπιακούς: υποκλοπές, Ζίμενς, απαγωγές, C4I. Ακόμα και το Βατοπέδι είχε σχέση με ολυμπιακά ακίνητα.
Παράλληλα στηνόταν μια κεντρικά καθοδηγούμενη φαρμακοβιομηχανία κατασκευής αθλητών, στα πρότυπα αυταρχικών καθεστώτων. Με την αδιανόητη σιωπηρή υποστήριξη των πολλών: αλησμόνητη η στιγμή στο Ολυμπιακό Στάδιο, όταν χιλιάδες έλληνες, σαν κακομαθημένα παιδάκια, δεν άφηναν το αγώνισμα να αρχίσει επευφημώντας τον απατεωνίσκο, ντοπαρισμένο «εθνικό ήρωα». Ο εθνικός τσαμπουκάς ξεφούσκωσε τελικά μαζί με τα μούσκουλα της ομάδας άρσης βαρών.
Εντέλει, οι Ολυμπιακοί ήταν μια αυτοκτονική δι(α)κομματική επιλογή. Οδήγησε σε τεράστια αφαίμαξη εθνικών πόρων χωρίς αντιστοίχιση με εθνικές προτεραιότητες. Πρόκειται για την τρανότερη απόδειξη αποικιοποίησης της πολιτικής από την αγορά και εκχώρησης των στρατηγικών αποφάσεων σε επιχειρηματικά λόμπι.
Η πολιτική κρυβόταν για επτά χρόνια έντρομη πίσω από επικοινωνιακά τεχνάσματα: ο πρωθυπουργός διέδιδε υπογείως ότι σύρθηκε στη διεκδίκηση των αγώνων, ωσάν να ήταν ο τελευταίος ανεύθυνος άρχων. Δημοσίως όμως δήλωνε: «Με τους Ολυμπιακούς του 2004 η Ελλάδα θα αναδείξει πλευρές της ολυμπιακής ιδέας που έχουν ξεχαστεί, την άμιλλα απέναντι στην εμπορευματοποίηση» (Κ. Σημίτης, Ζάππειο, 7.9.97).
Και οι πολλοί; Πάλι άμοιροι ευθυνών; Όχι βέβαια. Υπεύθυνοι για μαζική ακρισία και εθνικό παραμύθιασμα. Να δουν οι ξένοι την Ελλάδα που πάντα στο τέλος τα καταφέρνει, έλεγαν. Τώρα πληρώνουμε το λογαριασμό.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος ίσως δουν στους Ολυμπιακούς το μεγάλο αποχαιρετιστήριο πάρτι της χώρας πριν από την πτώση. Σαν την κ. Αγγελοπούλου, την «γκλάμορους πρωθιέρεια» των αγώνων, έτσι και η Ελλάδα: έκανε γιορτή στο σπίτι ενώ τα πυροτεχνήματά της έκαιγαν τους γύρω λόφους.
Το 1990 η ΔΟΕ έκανε στην Ελλάδα ένα δώρο: της αρνήθηκε τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1996. Εκείνη αγνόησε το νεύμα της θεάς τύχης και ποντάρισε ξανά τα ρέστα της στην ολυμπιακή ρουλέτα.
Η μπίλια γύρναγε επτά χρόνια: το Σεπτέμβριο του 1997 ο Σάμαραγκ ανακοίνωνε το όνομα της Αθήνας, τον Αύγουστο του 2004 με ένα «Ευκαριστούμε Ελλάντα» ο Ζ. Ρογκ έκλεινε την αυλαία.
Περιέργως, όταν αναζητούμε τις ρίζες της σημερινής μας κατάστασης αφήνουμε ανέγγιχτη την ολυμπιακή επταετία. Συνεχίζουμε δηλαδή να συντηρούμε τη θηριωδώς κατασκευασμένη αυταπάτη του ολυμπιακού ονείρου, που απαιτούσε να βυθιστούμε στο υπεσχημένο ειδυλλιακό αύριο.
Η «Μεγάλη Ιδέα» επέβαλε δημοσιογραφικό και πολιτικό σιγαστήρα στις αντίθετες φωνές. Δεν ξεχνώ τη μοναξιά όσων αντιδρούσαν στην περιστολή δικαιωμάτων για χάρη της ασφάλειας ή στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των φαραωνικών έργων. Η μιντιακή και πολιτική συναίνεση σήμανε πρωτοφανή ανοχή σε παρακάμψεις της νομιμότητας, απευθείας αναθέσεις, υπερτιμολογήσεις έργων (έως 1700%!).
Μερικοί αντιλέγουν ρωτώντας: Μα δεν έγιναν καλοί αγώνες; Ο Μιχ. Παπαγιαννάκης με ευθυκρισία απαντούσε: «Στον οποιονδήποτε με στοιχειώδεις ικανότητες έδινες εν λευκώ χρήση χρημάτων θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματα. Αν οι πόροι σου είναι ατέλειωτοι, τότε τι να λέμε. (…) ένα προβληματάκι τάδε, μια καθυστέρηση τάδε, έλεγαν κυβέρνηση και διοργανωτές ‘πάρτε 50 εκατ. ευρώ, πάρτε 10 εκατ. ευρώ και λύστε το’. Με συγχωρείτε, αλλά φιστίκια είναι τα ευρώ;»
Το αποτέλεσμα; Αθλητικές εγκαταστάσεις ρήμαξαν. Ολυμπιακά ακίνητα έγιναν αντικείμενο αδιαφανών συναλλαγών. Δημόσια γη άλλαξε χέρια και χρήση σε μια νύχτα. Εκατομμύρια χόρεψαν γύρω από το ανενεργό C4I των υποκλοπών και των καμερών ασφαλείας. Τα σπουδαιότερα σκάνδαλα των τελευταίων ετών σχετίζονται με τους Ολυμπιακούς: υποκλοπές, Ζίμενς, απαγωγές, C4I. Ακόμα και το Βατοπέδι είχε σχέση με ολυμπιακά ακίνητα.
Παράλληλα στηνόταν μια κεντρικά καθοδηγούμενη φαρμακοβιομηχανία κατασκευής αθλητών, στα πρότυπα αυταρχικών καθεστώτων. Με την αδιανόητη σιωπηρή υποστήριξη των πολλών: αλησμόνητη η στιγμή στο Ολυμπιακό Στάδιο, όταν χιλιάδες έλληνες, σαν κακομαθημένα παιδάκια, δεν άφηναν το αγώνισμα να αρχίσει επευφημώντας τον απατεωνίσκο, ντοπαρισμένο «εθνικό ήρωα». Ο εθνικός τσαμπουκάς ξεφούσκωσε τελικά μαζί με τα μούσκουλα της ομάδας άρσης βαρών.
Εντέλει, οι Ολυμπιακοί ήταν μια αυτοκτονική δι(α)κομματική επιλογή. Οδήγησε σε τεράστια αφαίμαξη εθνικών πόρων χωρίς αντιστοίχιση με εθνικές προτεραιότητες. Πρόκειται για την τρανότερη απόδειξη αποικιοποίησης της πολιτικής από την αγορά και εκχώρησης των στρατηγικών αποφάσεων σε επιχειρηματικά λόμπι.
Η πολιτική κρυβόταν για επτά χρόνια έντρομη πίσω από επικοινωνιακά τεχνάσματα: ο πρωθυπουργός διέδιδε υπογείως ότι σύρθηκε στη διεκδίκηση των αγώνων, ωσάν να ήταν ο τελευταίος ανεύθυνος άρχων. Δημοσίως όμως δήλωνε: «Με τους Ολυμπιακούς του 2004 η Ελλάδα θα αναδείξει πλευρές της ολυμπιακής ιδέας που έχουν ξεχαστεί, την άμιλλα απέναντι στην εμπορευματοποίηση» (Κ. Σημίτης, Ζάππειο, 7.9.97).
Και οι πολλοί; Πάλι άμοιροι ευθυνών; Όχι βέβαια. Υπεύθυνοι για μαζική ακρισία και εθνικό παραμύθιασμα. Να δουν οι ξένοι την Ελλάδα που πάντα στο τέλος τα καταφέρνει, έλεγαν. Τώρα πληρώνουμε το λογαριασμό.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος ίσως δουν στους Ολυμπιακούς το μεγάλο αποχαιρετιστήριο πάρτι της χώρας πριν από την πτώση. Σαν την κ. Αγγελοπούλου, την «γκλάμορους πρωθιέρεια» των αγώνων, έτσι και η Ελλάδα: έκανε γιορτή στο σπίτι ενώ τα πυροτεχνήματά της έκαιγαν τους γύρω λόφους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου