ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗΣ 1932 - 2010
Του Αλεξη Παπαχελα
Σε εμάς όλους εδώ στην «Κ», ο Αντώνης Καρκαγιάννης θα λείψει πολύ. Η αλήθεια είναι πως έλειπε και θα λείψει πολύ και στους αναγνώστες του, με τους οποίους είχε χτίσει μια μακρά σχέση εμπιστοσύνης. Πολλές φορές ένιωθε ότι κουβέντιαζε σαν φίλος μαζί τους και, βέβαια, μου έκανε πάντοτε εντύπωση η επιμέλεια με την οποία φρόντιζε να απαντά σε τηλεφωνήματά τους και κυρίως στη στήλη των επιστολών, όταν είχαν κάποια σχόλια για την εφημερίδα. Για την «Κ» ήταν μια φωνή συνείδησης, υπερασπιζόταν αιρετικά και απρόβλεπτα δίκαια και με επιχειρήματα φροντίζοντας πάντοτε να παίρνει το μέρος κάποιου αδύναμου ή αδικημένου.
Ο Καρκαγιάννης έζησε μια πολυτάραχη ζωή που θα μπορούσε να γίνει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Του άρεσε, άλλωστε, να είναι πάντοτε πρωταγωνιστής στη ζωή, από τον τρόπο που φρόντιζε το ντύσιμό του μέχρι την κυριαρχία του σε οιανδήποτε συζήτηση. Ανθρωπος βαθιά μορφωμένος και πολιτισμένος, είχε μια καλλιέργεια που είχε ποτίσει το πετσί του και τον οδηγούσε σε έξοχες αναζητήσεις.
Σπανίως μιλούσε για τα χρόνια της εξορίας και της φυλακής. Συνήθως το έκανε για να διηγηθεί μια πλάκα σε βάρος κάποιου συγκρατούμενου, και πολύ πολύ αργά το βράδυ και ύστερα από αρκετό ουίσκι θυμόταν το πείσμα με το οποίο περπατούσε κάποια ανηφόρα με τις πέτρες να του σχίζουν τα γόνατα και τον ανελέητο ήλιο να τον λιώνει, μόνο και μόνο για «να μην του περάσει εκείνου του κτήνους του αρχιλοχία». Μας άρεσε να τον ρωτάμε γιατί άφησε μιαν αστική θαλπωρή και μια σίγουρη δικηγορική καριέρα μπλέκοντας σε παράνομους μηχανισμούς και επώδυνες περιπέτειες και εκείνος απαντούσε μονολεκτικά «γιατί βαριόμουνα σπίτι».
Πριν από λίγους μόνο μήνες, συνάντησα, στο σπίτι, τους περίφημους «συντρόφους» με τους οποίους έπινε ούζα κάθε Τετάρτη μεσημέρι. Αυτή τη φορά κρατούσαν βάρδιες δίπλα του, καθώς τον έτρωγε ο καρκίνος που άφησαν πίσω τους 60 τουλάχιστον τσιγάρα τη μέρα επί 60 χρόνια. Διηγούνταν πως ήταν ο μόνος που δεν είχε σπάσει όταν συνελήφθη και δεν είχε αποκαλύψει μυστικά, κρησφύγετα και ονόματα, από τα οποία ήξερε πάρα πολλά. Ευγνώμονες εκείνοι, που μπόρεσαν και διέσωσαν τις κανονικές τους δουλειές, του έκαναν συχνά το τραπέζι μετά την πτώση της χούντας. Τον ρωτούσαν αν χρειάζεται χρήματα ή πού μένει και εκείνος έλεγε ότι είναι εντάξει. Μέχρι που ένα βράδυ τον ακολούθησαν σπίτι και διαπίστωσαν ότι έμενε σε ένα πλυσταριό χωρίς να έχει χρήματα για να πληρώνει ηλεκτρικό. Ηταν περήφανος άνθρωπος.
Στα χρόνια της «Καθημερινής» ανέπτυξε ιδιότυπες φιλίες με σημαντικούς ανθρώπους, όπως ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος. Διηγούνταν συχνά πως στο τέλος μιας συνάντησης στο Προεδρικό στέκονταν όρθιοι, ο Καραμανλής κοιτούσε έξω από το παράθυρο και ο Καρκαγιάννης τού είπε: «Κύριε Πρόεδρε, σας χρωστάω πολλά και για τα τωρινά, αλλά και για τα παλιά, τα άλλα που πέρασα». Τα τελευταία χρόνια είχε ανοίξει ένα μέτωπο με τη νεοελληνική Αριστερά και κυρίως με το ΚΚΕ. Πίστευε πως είχε μετατραπεί σε οπισθοδρομική, συντηρητική δύναμη και δεν ανεχόταν αυτά που έλεγε και έγραφε ότι ήταν «φασιστικές» ενέργειες. Το τελευταίο του άρθρο ήταν αφιερωμένο σε έναν σύντροφο από παλιά, τον Μανώλη Γλέζο, τον οποίο επέπληττε με τον δικό του τρόπο για το επεισόδιο με τους αστυνομικούς έξω από τη Βουλή. Προσπάθησαν να βρεθούν μετά την απάντηση του Γλέζου, αλλά ο ίδιος δεν άντεχε πια και το εγκατέλειψε στη μέση το ραντεβού.
Eμάς τους νεότερους του άρεσε να μας «δουλεύει». Πρώτα απ' όλα για τη μανία μας να κυνηγάμε την είδηση, το «ρεπορτάζ, όπως το λέτε εσείς». Μας διηγούνταν το πώς κάποτε ο Αρσένης τον κάλεσε σε τραπέζι και του αποκάλυψε την πρόθεσή του να παραιτηθεί σε λίγες ημέρες. Ο Καρκαγιάννης ενεπλάκη σε μια κουβέντα για την ιστορία της εκπαίδευσης στην Ελλάδα και ξέχασε να πει την είδηση στους υπόλοιπους στην εφημερίδα. Οταν σε λίγες μέρες παραιτήθηκε ο Αρσένης, ο Καρκαγιάννης είπε με χαρακτηριστικό τρόπο στους άλλους: «Μα αυτό μου το είχε πει τότε που βρεθήκαμε, δεν το ξέρατε;».
«Στοχασμός, Αλέξη, χρειάζεται, στοχασμός», ήταν η συνήθης παραίνεση όταν έφταναν κάποιες σημαντικές ειδήσεις. Μας «δούλευε» επίσης για την ενασχόλησή μας με τις διακοπές, τις οποίες θεωρούσε από ψυχαναγκαστικές έως θλιβερές.
Για όλους εμάς εδώ στην «Κ» ήταν ένας μοναδικός άνθρωπος που ήθελες πάντοτε να ακούσεις τη γνώμη του, έστω και αν σε εκνεύριζε ή σε στενοχωρούσε. Για τον κ. Αριστείδη Αλαφούζο ήταν ένας στενός συνεργάτης στη δημιουργία της νέας «Καθημερινής», ένας στενός εταίρος σε ταραγμένες αλλά και πολύ δημιουργικές περιόδους. Για τους αναγνώστες έκρυβε πάντοτε εκπλήξεις, αιρετικές απόψεις, κουβέντες σταράτες. Για μένα προσωπικά ήταν, μαζί με δύο ακόμη «παλιούς», ο καλύτερος και πιο γοητευτικός δάσκαλος που θα μπορούσε κανείς να έχει την τύχη να βρεθεί στο διάβα του. Ξέρω και ξέρουμε όλοι πως το «εργοστάσιο» που παρήγαγε τον Καρκαγιάννη έκλεισε γιατί η σοφία που μάζεψε και συμπύκνωνε στο γράψιμό του απαιτεί μοναδικές και ιστορικές εμπειρίες που η δικιά μας γενιά δεν μπορεί καν να φανταστεί.
Προσπαθώ τώρα να θυμηθώ τι θέλω να κρατήσω περισσότερο απ' όσα άκουσα, ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια. Οταν κάποτε τον ρώτησα αν μετάνιωσε όλη την περιπέτεια της Αριστεράς, τα χαμένα χρόνια και τις χαμένες ευκαιρίες, μου απάντησε με καρκαγιάννεια γοητεία: «Κοίταξε να δεις, το καράβι ναυάγησε, αλλά το ταξίδι ήταν υπέροχο». Και τις τελευταίες εβδομάδες που του φέρναμε τα κακά μαντάτα για την επικείμενη χρεοκοπία της χώρας κ.λπ. κ.λπ., ήταν επίμονος στις προτροπές του «δώστε λίγη αισιοδοξία σε αυτόν τον λαό, μην τα λέτε όλα μαύρα, λίγη αισιοδοξία. Τη χρειάζεται». Θα μας λείψετε πολύ, κύριε εκδότα, καλό ταξίδι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου