Σημειώσεις για ένα άρθρο που δεν γράφτηκε ποτέ
Της Μαριας Kατσουνακη
Ο Αντώνης Καρκαγιάννης ήταν κάτι περισσότερο από επιτελικό στέλεχος της «Καθημερινής», με παρουσία σχεδόν 30 χρόνων.
Εάν σκεφτούμε την εφημερίδα σαν ανθρώπινο οργανισμό, ο Αντώνης Καρκαγιάννης ήταν οι νευρώνες του: αισθητήριοι, συνδετικοί, κινητικοί.
Χωρίς την παρουσία του, φυσική και σχολιογραφική, η εφημερίδα χάνει ένα πλούσιο και σοφό βλέμμα στον κόσμο, στη σύνθετη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, σε καιρούς εξαιρετικά δύσκολους, δυσοίωνους και ταραχώδεις. Χάνει και μια γραφή αρυτίδωτη, που κέρδιζε διαρκώς στον χρόνο σε λιτότητα, αμεσότητα, καθαρότητα, αφηγηματικότητα.
Δεν ξέρω αν ήταν ψύχραιμος παρατηρητής. Ηταν όμως διεισδυτικός. Δεν ξέρω αν ήταν αντικειμενικός. Ηταν όμως δίκαιος. Ελεγε: «Δημοκρατία δεν είναι ούτε η μειοψηφία ούτε η πλειοψηφία. Δημοκρατία είναι οι θεσμοί».
Πριν από αρκετές μέρες, Παρασκευή πρωί, τον συνάντησα για τελευταία φορά στο σπίτι του. Είχε μεγάλη πνευματική εγρήγορση. Επί δύο ώρες ανέλυε, επιχειρηματολογούσε, ανέτρεχε. Κάπνιζε. Τσιγάρο και τασάκι. Νέο τσιγάρο, νέο τασάκι. Ηθελε πολύ να γράφει αλλά δεν μπορούσε πλέον. «Γιατί δεν υπαγορεύετε;», τον ρώτησα. Με κοίταξε σχεδόν επιτιμητικά. Μπορεί και ελαφρώς σκωπτικά. Ηξερα, από άλλες κουβέντες, ότι η γραφή είναι διαδικασία προσωπική και σιωπηλή. Σιώπησα, λοιπόν. Τον άκουγα και κάποια στιγμή του ζήτησα να κρατήσω σημειώσεις. Δεν είχε αντίρρηση.
Επέστρεφε συχνά στον Μαρξ και στο Κεφάλαιο, προσπάθησε να θυμηθεί το σημείο που αναφερόταν στη «διαπραγμάτευση της κρίσης». «Ολο το πρόβλημα της κρίσης κατακερματίστηκε, ενώ συνοψίζεται στη μετάθεση του δημόσιου στο ιδιωτικό. Στη μετάθεση μεγάλων πόρων από τη μισθωτή εργασία στην επιχειρηματικότητα, που μπορεί να πετύχει αλλά και να αποτύχει». Πέρασε στην εισβολή του παραλόγου στην ιστορία, στον διαφωτισμό, στο ρομαντικό κίνημα (που «έφτασε στον Μαρξ με τη μορφή νομοτέλειας»).
Ηξερε να καλύπτει τα κενά της μνήμης με την ικανότητα ενός πεπαιδευμένου και ασκημένου ομιλητή. Και πάνω απ’ όλα αναγνώστη. Με την τέχνη οι σχέσεις του ήταν θυμικές. Αλλοτε απόλυτος και απορριπτικός άλλοτε, σπανιότερα είναι η αλήθεια, θερμός και εγκωμιαστικός. Το θέατρο ανήκε στην πρώτη κατηγορία. Είχε όμως πλήρη την εικόνα της παράστασης που είδε το καλοκαίρι του ’66 στο Θέατρο Τέχνης, την επόμενη της αποφυλάκισής του. Ηταν «Η δολοφονία του Μαρά», του Πέτερ Βάις. «Γροθιά στο στομάχι. Ανέτρεψε ό,τι ήξερα και δεν ήξερα».
Με αφηγηματικό οίστρο και πειστικότητα
Συνέδεσε την «ανατροπή των θεσμών με τον ακαδημαϊσμό στην τέχνη». Ο ακαδημαϊσμός, υποστήριζε, ανατρέπει τους θεσμούς πιο αποτελεσματικά από τον μοντερνισμό γιατί είναι σαν να ανατρέπει τον εαυτό του. Μιλούσε με τη γοητεία που τον διέκρινε να λέει πράγματα παράδοξα, με αφηγηματικό οίστρο και πειστικότητα.
Εμεινε ώρα να μιλάει για τη συγκροτημένη αστική τάξη στην Ελλάδα, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, για τις αντιφατικές πεποιθήσεις της. «Πίστευαν», έλεγε, «αφενός ότι θα ζήσουν όπως και στο Παρίσι, αφετέρου ότι θα ζήσουν ξεγελώντας τους κουτόφραγκους. Οπως και τώρα...».
Είχε αρχίσει να κουράζεται αλλά επιθυμούσε να συνεχίσει. Καταιγιστικός σε συνειρμούς, η σκέψη του άνοιγε συνέχεια παράδρομους, νέα μονοπάτια, διακλαδιζόταν σε δεκάδες νευρώνες. «Ο Ανατόλ Φρανς έλεγε ότι μια επανάσταση, μια μάχη, έναν πόλεμο, ούτε τον σκέφτεσαι ούτε τον σχεδιάζεις ούτε τον επιθυμείς. Απλώς συντελείται». Το ίδιο και ο θάνατος.
Ο Αντώνης Καρκαγιάννης ήταν ξεχωριστός. Μπορεί να μην ήταν σε όλους αρεστός, ήταν όμως σε όλους σεβαστός. Και ξέρω ότι μπορούσε να γίνεται αγαπητός. Με τον τρόπο που μόνο ένας εν τω βάθει αριστερός άνθρωπος μπορεί να είναι σκληρός, αφοριστικός και την ίδια στιγμή γενναιόδωρος και συντροφικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου