Οταν επιχείρησα να πιάσω το χέρι της κάτω από το τραπέζι, αποτραβήχτηκε ενοχλημένη. «Περίμενα από έναν συγγραφέα μεγαλύτερη πρωτοτυπία», είπε. «Μια πιο λεπτή προσέγγιση, αν μη τι άλλο». Νόμιζα ότι οι γυναίκες προτιμούν τα ξεκάθαρα πράγματα, μα είχα πέσει πάλι έξω. Αλλαξα λοιπόν αμέσως τακτική κι άρχισα ν' απαγγέλλω ποιήματα του Χέλντερλιν και του Νοβάλις - με κάποια αποστάγματα Ελύτη. Εκείνη δεν άργησε να γείρει στον ώμο μου και να μου σφίξει η ίδια το χέρι με ζέση πυρετική. Αργότερα βγήκαμε στην παγωμένη νύχτα κι είδαμε γύρω μας ερωτευμένους να στροβιλίζονται στη μουσική του Αγίου Βαλεντίνου. Η Στέλλα αναστέναξε στην αγκαλιά μου -την είχα στριμώξει στο καπό ενός μαύρου Πεζό- και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη νύχτα που γνωριστήκαμε». Ούτε εγώ. Την είχα γνωρίσει εντελώς τυχαία πριν από μερικές μέρες σ' ένα θέατρο παρακμιακό. Είχα γλιστρήσει εκεί μέσα σκοτισμένος, αφού μόλις λίγες στιγμές νωρίτερα είχα αντικρίσει την αγαπημένη μου στην αγκαλιά ενός άγνωστου άντρα. Εκείνη δεν με είχε αντιληφθεί κι εγώ είχα μείνει με την ανθοδέσμη στα χέρια - της χάριζα πότε πότε λουλούδια που αγόραζα μισοτιμής στα φανάρια του δρόμου. Συγχυσμένος από την αποκάλυψη, μπήκα στον πρώτο ανοιχτό χώρο που βρήκα μπροστά μου. Επρόκειτο για ένα θεατράκι στου Ψυρρή κι εκεί ήταν που γνώρισα τη Στέλλα - έπαιζε τον ρόλο μιας όμορφης Λολίτας.
Στο τέλος της παράστασης της πέταξα την ανθοδέσμη μου με πάθος, ραίνοντάς τη με τριαντάφυλλα. Εκείνη κολακεύτηκε και δέχτηκε να της κάνω κάποια μέρα το τραπέζι. (Δεν έμαθε ποτέ, εννοείται, ότι η ανθοδέσμη προοριζόταν για κάποια άλλη.) Η Στέλλα ήταν μια ιδιαίτερα ευαίσθητη κοπέλα. Συχνά κλεινόταν στον εαυτό της κοιτώντας επί ώρες με βλέμμα απλανές τον απέναντι τοίχο - όπου κρεμόταν μια ακουαρέλα του Μιγάδη. Αλλοτε πάλι ξεσπούσε αιφνίδια σε κλάματα βουβά, που βιαζόμουν ν' αποδώσω στην επαγγελματική της ανασφάλεια - η παράσταση που έπαιζε είχε σύντομα κατέβει, δουλειά σε σίριαλ δεν έβρισκε ούτε για τρίτο ρόλο και οι οντισιόν που πήγαινε αποδείχνονταν μάταιος κόπος. Ελεγε ότι μ' αγαπούσε, αλλά καθώς αδυνατούσα να εισχωρήσω στον σκοτεινό της κόσμο, αδυνατούσα και να την πιστέψω.
Είχε μια σχεδόν πεισματική εμμονή με το σεξ, που προφανώς εγώ δεν ήμουν σε θέση να καλύψω -δεν βρισκόμουν πια στη χρυσή μου νιότη- κι αυτό την ανάγκαζε να καταφεύγει -λέω εγώ- σε άλλους άντρες. Το πνεύμα της το φρόντιζα πιο εύκολα. Τη μύησα στη Ναστάζια Φιλίποβνα του Ντοστογιέφσκι και στου Τολστόι την Καρένινα. Γνώρισε την απιστία μέσα από την Εμα Μποβαρί και το πάθος μες απ' τις νουβέλες του Τουργκένιεφ. Διάβασε το «Εγκλημα και τιμωρία». Εγώ ήμουν σε ηλικία τέτοια που ήθελα γαλήνη και ηρεμία, κι αυτά η Στέλλα μού τα πρόσφερε απλόχερα. Ανεχόταν τα καπρίτσια και τις ιδιορρυθμίες μου χωρίς να διαμαρτύρεται. Με φρόντιζε και με περιποιόταν με κάθε τρόπο. (Εντάξει, η μαγειρική της δεν ήταν σπουδαία, αλλά μήπως κι εγώ δεν ήμουν ένα φαλακρό τομάρι;) Περνούσα μαζί της στιγμές ευσύνοπτης ευτυχίας, μια συναισθηματική ισορροπία χαϊκού, τρόπος του λέγειν. Περνούσα, μ' άλλα λόγια, καλά. Γιατί τότε χωρίσαμε; Γιατί βρήκα γυναίκα Υδροχόο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου